- ψωμοζήτης
- οεπαίτης, ζητιάνος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψωμοζήτης — ο, Ν επαίτης, ζητιάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμί + ζητώ] … Dictionary of Greek
κοθρής — ο, θηλ. κορθού 1. αυτός που ζητιανεύει ξεροκόμματα, ζητιάνος, ψωμοζήτης 2. ευτελής συμφεροντολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοθρί «ξεροκόμματο»] … Dictionary of Greek
ψωμοζητιά — η, Ν [ψωμοζήτης] επαιτεία, ζητιανιά … Dictionary of Greek
ψωμοζητώ — άω, Ν [ψωμοζήτης] ζητιανεύω … Dictionary of Greek